- Βαρδουσία όρη
- τα горы Вардусия, Вардусские горы (Центр. Греция)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βαρδούσια όρη — Ορεινό συγκρότημα της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, συνέχεια της οροσειράς της νότιας Πίνδου. Εκτείνονται με ΝΑ κατεύθυνση Δ της Γκιόνας (από την οποία τα χωρίζει η κοιλάδα του Μόρνου), στη Φθιώτιδα και κυρίως στη Φωκίδα, όπου βρίσκεται και η… … Dictionary of Greek
Γκιώνα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Βουνό (2.512 μ.) της Στερεάς Ελλάδας, το ψηλότερο της γεωγραφικής αυτής περιοχής, στο κέντρο του νομού Φωκίδος. Ορθώνεται μεταξύ της λεκάνης του Μόρνου και της κοιλάδας της Άμφισσας. Συνδέεται στα Β με το όρος… … Dictionary of Greek
Οφιείς — και Οφιονείς, οι αιτωλικός λαός τής αρχαιότητας που κατοικούσε γύρω από το όρος Κόραξ, τα σημερινά Βαρδούσια Όρη, και μέχρι την παραλία τού Μαλιακού Κόλπου … Dictionary of Greek
ακταιονίνα — (actaeonina). Επιστημονική ονομασία γένους μαλακίων της οικογένειας των ακταιονιδών. Τα μαλάκια αυτά έχουν ελλειψοειδή όστρακα, με λεία επιφάνεια χωρίς να σχηματίζουν πτυχές. Τα χερσαία αυτά γαστερόποδα βρέθηκαν σε διάφορα πετρώματα και στην… … Dictionary of Greek
Εύηνος — Ποταμός (80 χλμ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Έχει λεκάνη απορροής 1.070 τ. χλμ. και πηγάζει από τα Βαρδούσια όρη. Αποχετεύει τη λεκάνη μεταξύ Βαρδουσίων και Παναιτωλικού, εισρέει στην Αιτωλία με νοτιοδυτική κατεύθυνση, ρέει μεταξύ Τριχωνίδας… … Dictionary of Greek
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
αγριοκάτσικο ή αίγαγρος — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό που ζει στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Σε ορισμένες περιοχές τείνει να εκλείψει εξαιτίας του κυνηγιού, γι’ αυτό προστατεύεται από αυστηρές διατάξεις. Με το… … Dictionary of Greek
λουτήσια βαθμίδα — Μία από τις βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η ηώκαινος εποχή της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία και στην Ιταλία. Στην … Dictionary of Greek
Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… … Dictionary of Greek